请输入您要查询的单词:
单词
ταυρομάχου
释义
ταυρομάχου
Greek
Noun
ταυρομάχου
•
(
tavromáchou
)
m
Genitive
singular
form of
ταυρομάχος
(
tavromáchos
)
.
随便看
Εσθονέ
Εσθονές
Εσθονή
Εσθονής
Εσθονία
εσθονικά
εσθονικός
εσθονικών
Εσθονοί
Εσθονού
Εσθονούς
Εσθονό
Εσθονός
Εσθονών
εσμέ
εσμού
εσμό
εσμός
εσού
εσπέρα
εσπέρας
εσπέρες
εσπεράντο
εσπερίδα
εσπερίδας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 6:47:42