ταπητουργός
Greek
Noun
ταπητουργός • (tapitourgós) m (plural ταπητουργοί)
- carpetmaker
Declension
declension of ταπητουργός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταπητουργός • | ταπητουργοί • |
genitive | ταπητουργού • | ταπητουργών • |
accusative | ταπητουργό • | ταπητουργούς • |
vocative | ταπητουργέ • | ταπητουργοί • |
Related terms
- see: ταπέτο n (tapéto, “mat, rug”)