τάλληρο
Greek
Noun
τάλληρο • (tálliro) n (plural τάλληρα)
- Dated form of τάλιρο (táliro).
Declension
declension of τάλληρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τάλληρο • | τάλληρα • |
genitive | τάλληρου • | τάλληρων • |
accusative | τάλληρο • | τάλληρα • |
vocative | τάλληρο • | τάλληρα • |