σύντεχνος
See also: σύντεκνος
Greek
Alternative forms
- συντεχνίτης m (syntechnítis)
Noun
σύντεχνος • (sýntechnos) m, f (plural σύντεχνοι, feminine συντεχνίτισσα)
- fellow-craftsman
Declension
declension of σύντεχνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύντεχνος • | σύντεχνοι • |
genitive | συντέχνου • | συντέχνων • |
accusative | σύντεχνο • | συντέχνους • |
vocative | σύντεχνε • | σύντεχνοι • |
Synonyms
- ομότεχνος m (omótechnos)
Homonyms
- σύντεκνος m (sýnteknos, “godfather, bestman”) (Cretan dialect)