σχέδιο
Greek
Noun
σχέδιο • (schédio) n (plural σχέδια)
- design, plan, drawing, pattern (representation of something on paper, etc)
- draft (early version)
- design, planning (action or taught subject)
- plan (for future activities)
Declension
declension of σχέδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχέδιο • | σχέδια • |
genitive | σχεδίου • | σχεδίων • |
accusative | σχέδιο • | σχέδια • |
vocative | σχέδιο • | σχέδια • |
Synonyms
- σχεδίαση f (schedíasi, “drawing”)
- σχεδιάγραμμα n (schediágramma, “drawing”)
Related terms
- εκτός σχεδίου (ektós schedíou, “outside of the urban planning area”, adj)
- σχεδιαστής m (schediastís, “draughtsman, designer”)
- σχεδιάστρια f (schediástria, “draughtswoman, designer”)
- σχεδιαστήριο n (schediastírio, “drawing board”)
- σχεδιάζω (schediázo, “to draw, design”)
- σχεδιάζομαι (schediázomai, “to be drawn, designed”)