συντεταγμένη
Greek
Noun
συντεταγμένη • (syntetagméni) f (plural συντεταγμένες)
- (mathematics, cartography) coordinate, abscissa
Declension
declension of συντεταγμένη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντεταγμένη • | συντεταγμένες • |
genitive | συντεταγμένης • | συντεταγμένων • |
accusative | συντεταγμένη • | συντεταγμένες • |
vocative | συντεταγμένη • | συντεταγμένες • |