συνομιλία
Greek
Noun
συνομιλία • (synomilía) f (plural συνομιλίες)
- dialogue, exchange of views
- dialogue, conversation
Declension
declension of συνομιλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνομιλία • | συνομιλίες • |
genitive | συνομιλίας • | συνομιλιών • |
accusative | συνομιλία • | συνομιλίες • |
vocative | συνομιλία • | συνομιλίες • |
Synonyms
- συζήτηση f (syzítisi)