συνοδεύω
Greek
Verb
συνοδεύω • (synodévo) (simple past συνόδεψα, passive συνοδεύομαι)
- accompany, go with, escort, chaperone
Conjugation
συνοδεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνοδεύω | συνόδευα | θα συνοδεύω | να συνοδεύω | |
2s | συνοδεύεις | συνόδευες | θα συνοδεύεις | να συνοδεύεις | συνόδευε |
3s | συνοδεύει | συνόδευε | θα συνοδεύει | να συνοδεύει | |
1p | συνοδεύουμε, συνοδεύομε | συνοδεύαμε | θα συνοδεύουμε, συνοδεύομε | να συνοδεύουμε, συνοδεύομε | |
2p | συνοδεύετε | συνοδεύατε | θα συνοδεύετε | να συνοδεύετε | συνοδεύετε |
3p | συνοδεύουν, συνοδεύουνε | συνόδευαν, συνοδεύαν, συνοδεύανε | θα συνοδεύουν, συνοδεύουνε | να συνοδεύουν, συνοδεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνοδέψω | συνόδεψα | θα συνοδέψω | να συνοδέψω | |
2s | συνοδέψεις | συνόδεψες | θα συνοδέψεις | να συνοδέψεις | συνόδεψε |
3s | συνοδέψει | συνόδεψε | θα συνοδέψει | να συνοδέψει | |
1p | συνοδέψουμε, συνοδέψομε | συνοδέψαμε | θα συνοδέψουμε, συνοδέψομε | να συνοδέψουμε, συνοδέψομε | |
2p | συνοδέψετε | συνοδέψατε | θα συνοδέψετε | να συνοδέψετε | συνοδέψτε, συνοδεύτε |
3p | συνοδέψουν, συνοδέψουνε | συνόδεψαν, συνοδέψαν, συνοδέψανε | θα συνοδέψουν, συνοδέψουνε | να συνοδέψουν, συνοδέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συνοδέψει | είχα συνοδέψει | θα έχω συνοδέψει | να έχω συνοδέψει | |
2s | έχεις συνοδέψει | είχες συνοδέψει | θα έχεις συνοδέψει | να έχεις συνοδέψει | έχε συνοδεμένο |
3s | έχει συνοδέψει | είχε συνοδέψει | θα έχει συνοδέψει | να έχει συνοδέψει | |
1p | έχουμε συνοδέψει | είχαμε συνοδέψει | θα έχουμε συνοδέψει | να έχουμε συνοδέψει | |
2p | έχετε συνοδέψει | είχατε συνοδέψει | θα έχετε συνοδέψει | να έχετε συνοδέψει | έχετε συνοδεμένο |
3p | έχουν συνοδέψει | είχαν συνοδέψει | θα έχουν συνοδέψει | να έχουν συνοδέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συνοδεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συνοδεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συνοδεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συνοδεμένο | ||||
Participle: | συνοδεύοντας | Non-finite ‡ | συνοδέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- συνοδός f (synodós, “chaperone”)