συναλλαγματική
Greek
Noun
συναλλαγματική • (synallagmatikí) f (plural συναλλαγματικές)
- (finance) banker's draft, bill of exchange
Declension
declension of συναλλαγματική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναλλαγματική • | συναλλαγματικές • |
genitive | συναλλαγματικής • | συναλλαγματικών • |
accusative | συναλλαγματική • | συναλλαγματικές • |
vocative | συναλλαγματική • | συναλλαγματικές • |
See also
- λογαριασμός m (logariasmós, “bill, account”)
- τιμολόγιο n (timológio, “invoice”)