请输入您要查询的单词:

 

单词 συγκριτικός
释义

συγκριτικός

Greek

Adjective

συγκριτικός (sygkritikós) m (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)

  1. (grammar) comparative
    συγκριτικός βαθμός του επιθέτου (the comparative degree of the adjective)

Declension

See also

  • θετικός (thetikós, positive)
  • υπερθετικός (yperthetikós, superlative)

Noun

συγκριτικός (sygkritikós) m (plural συγκριτικοί)

  1. (grammar) comparative
    ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)

Declension

随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 7:22:14