συγκριτικός
Greek
Adjective
συγκριτικός • (sygkritikós) m (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)
- (grammar) comparative
- συγκριτικός βαθμός του επιθέτου (the comparative degree of the adjective)
Declension
declension of συγκριτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγκριτικός | συγκριτική | συγκριτικό | συγκριτικοί | συγκριτικές | συγκριτικά |
genitive | συγκριτικού | συγκριτικής | συγκριτικού | συγκριτικών | συγκριτικών | συγκριτικών |
accusative | συγκριτικό | συγκριτική | συγκριτικό | συγκριτικούς | συγκριτικές | συγκριτικά |
vocative | συγκριτικέ | συγκριτική | συγκριτικό | συγκριτικοί | συγκριτικές | συγκριτικά |
See also
- θετικός (thetikós, “positive”)
- υπερθετικός (yperthetikós, “superlative”)
Noun
συγκριτικός • (sygkritikós) m (plural συγκριτικοί)
- (grammar) comparative
- ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)
Declension
declension of συγκριτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκριτικός • | συγκριτικοί • |
genitive | συγκριτικού • | συγκριτικών • |
accusative | συγκριτικό • | συγκριτικούς • |
vocative | συγκριτικέ • | συγκριτικοί • |