στόχαστρο
Greek
Noun
στόχαστρο • (stóchastro) n (plural στόχαστρα)
- sight, sights, gunsight, foresight (aiming device on weapon)
Declension
declension of στόχαστρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στόχαστρο • | στόχαστρα • |
genitive | στοχάστρου • | στοχάστρων • |
accusative | στόχαστρο • | στόχαστρα • |
vocative | στόχαστρο • | στόχαστρα • |
Related terms
- στόχος m (stóchos, “aim, target”)