στόμιο υδροληψίας
Greek
Noun
στόμιο υδροληψίας • (stómio ydrolipsías) n (plural στόμια υδροληψίας)
- hydrant, fire hydrant
Declension
- see: στόμιο (stómio)
单词 | στόμιο υδροληψίας |
释义 | στόμιο υδροληψίας |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。