στοιχειωμένος
Greek
Participle
στοιχειωμένος • (stoicheioménos) m (feminine στοιχειωμένη, neuter στοιχειωμένο)
- haunted, eerie
- είναι ένα στοιχειωμένο σπίτι ― eínai éna stoicheioméno spíti ― It is a haunted house
Declension
declension of στοιχειωμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειωμένος | στοιχειωμένη | στοιχειωμένο | στοιχειωμένοι | στοιχειωμένες | στοιχειωμένα |
genitive | στοιχειωμένου | στοιχειωμένης | στοιχειωμένου | στοιχειωμένων | στοιχειωμένων | στοιχειωμένων |
accusative | στοιχειωμένο | στοιχειωμένη | στοιχειωμένο | στοιχειωμένους | στοιχειωμένες | στοιχειωμένα |
vocative | στοιχειωμένε | στοιχειωμένη | στοιχειωμένο | στοιχειωμένοι | στοιχειωμένες | στοιχειωμένα |
Related terms
- στοιχειό n (stoicheió, “ghost”)
- στοιχειώνω (stoicheióno, “to haunt”)