στην
Greek
Etymology
Ultimate origin is from Ancient Greek εἰς (eis, “to, in”) + τήν (tḗn, “the”)
Pronunciation
IPA(key): /ˈstin/
Contraction
στην • (stin)
- Contraction of σε την (se tin, “to the”).
- Μας πήρε στην τράπεζα. ― Mas píre stin trápeza. ― We took it to the bank.
- Κοιμόμασταν στην Κόρινθο. ― Koimómastan stin Kórintho. ― We slept in Corinth.
- Το ξενοδοχείο στην Κόρινθο. ― To xenodocheío stin Kórintho. ― The hotel at Corinth.
Related terms
- σε τον → στον
- σε του → στου
- σε τους → στους
- σε των → στων
- σε τη → στη
- σε της → στης
- σε την → στην
- σε τις → στις
- σε το → στο
- σε τα → στα