στη
Greek
Etymology
Ultimate origin is from Ancient Greek εἰς (eis, “to, in”) + τήν (tḗn, “the”)
Pronunciation
IPA(key): /ˈsti/
Contraction
στη • (sti)
- Contraction of σε τη (se ti, “to the”).
- το οδοιπορικό στη Σύμη ― to odoiporikó sti Sými ― the journey to Symi
Related terms
- σε τον → στον
- σε του → στου
- σε τους → στους
- σε των → στων
- σε τη → στη
- σε της → στης
- σε την → στην
- σε τις → στις
- σε το → στο
- σε τα → στα