στεφάνη
Greek
Etymology
From Hellenistic Koine Greek στεφάνη (“encircling item e.g. for the head”).
Pronunciation
- IPA(key): /steˈfa.ni/
- Hyphenation: στε‧φά‧νη
- Homophone: στεφάνι (stefáni)
Noun
στεφάνη • (stefáni) n (plural στεφάνες)
- ring, hoop, rim, collar, bezel
- crown
- (botany) corolla
- (astronomy) corona
Declension
declension of στεφάνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στεφάνη • | στεφάνες • |
genitive | στεφάνης • | — |
accusative | στεφάνη • | στεφάνες • |
vocative | στεφάνη • | στεφάνες • |
Related terms
- στεφανηφόρος (stefanifóros, “wearing a wreath”) (learned, literature)
- στεφάνι n (stefáni, “wreath”)
- στέφανο n (stéfano, “marriage's garland”), (usually in plural) στέφανα (stéfana)
- στέφανος m (stéfanos, “wreath, garland”) (learned)
- and see: στέφω (stéfo, “place wreath”)