σταλακτίτης
Greek
Noun
σταλακτίτης • (stalaktítis) m
- (geology)stalactite
Declension
declension of σταλακτίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταλακτίτης • | σταλακτίτες • |
genitive | σταλακτίτη • | σταλακτιτών • |
accusative | σταλακτίτη • | σταλακτίτες • |
vocative | σταλακτίτη • | σταλακτίτες • |