请输入您要查询的单词:
单词
Στέλιου
释义
Στέλιου
Greek
Proper noun
Στέλιου
•
(
Stéliou
)
m
Genitive
singular
form of
Στέλιος
(
Stélios
)
.
随便看
αποβολιμαίος
αποβολών
αποβορβορώσεις
αποβορβορώσεων
αποβορβορώσεως
αποβορβόρωση
αποβορβόρωσης
αποβουτυρωμένος
αποβουτυρώνω
αποβουτυρώσεις
αποβουτυρώσεων
αποβουτυρώσεως
αποβουτύρωσα
αποβουτύρωση
αποβουτύρωσης
αποβράσματα
αποβράσματος
αποβραδίς
αποβραδινός
αποβρασμάτων
απογέματα
απογέματος
απογέμισμα
απογέρασα
απογέρνω
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 9:20:54