σουριναμέζικος
Greek
Adjective
σουριναμέζικος • (sourinamézikos) m (feminine σουριναμέζικη, neuter σουριναμέζικο)
- Surinamese (relating to Paraguay or its people)
Declension
Declension of σουριναμέζικος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σουριναμέζικος • | σουριναμέζικη • | σουριναμέζικο • | σουριναμέζικοι • | σουριναμέζικες • | σουριναμέζικα • |
genitive | σουριναμέζικου • | σουριναμέζικης • | σουριναμέζικου • | σουριναμέζικων • | σουριναμέζικων • | σουριναμέζικων • |
accusative | σουριναμέζικο • | σουριναμέζικη • | σουριναμέζικο • | σουριναμέζικους • | σουριναμέζικες • | σουριναμέζικα • |
vocative | σουριναμέζικε • | σουριναμέζικη • | σουριναμέζικο • | σουριναμέζικοι • | σουριναμέζικες • | σουριναμέζικα • |
Related terms
- see: Σουρινάμ f (Sourinám, “Suriname”)