σκηνοθέτρια
Greek
Noun
σκηνοθέτρια • (skinothétria) f (plural σκηνοθέτες, masculine σκηνοθέτης)
- (theater, television, film) director
Declension
declension of σκηνοθέτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκηνοθέτρια • | σκηνοθέτριες • |
genitive | σκηνοθέτριας • | σκηνοθετριών • |
accusative | σκηνοθέτρια • | σκηνοθέτριες • |
vocative | σκηνοθέτρια • | σκηνοθέτριες • |