σκεπάστηκα
Greek
Verb
σκεπάστηκα • (skepástika)
- 1st person singular simple past form of σκεπάζομαι (skepázomai).
单词 | σκεπάστηκα |
释义 | σκεπάστηκα |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。