σκατόπαιδο
Greek
Etymology
σκατό- (skató-, “shit”) + παιδί (paidí, “child, kid”).
Pronunciation
- IPA(key): /skaˈtopeðo/
- Hyphenation: σκα‧τό‧παι‧δο
Noun
σκατόπαιδο • (skatópaido) n (plural σκατόπαιδα)
- (colloquial, offensive) little shit, little brat, little asshole (badly behaved child or young person)
- Ο ανιψιός μου είναι σκέτο σκατόπαιδο και τον μισούν τα αλλά παιδιά. ― O anipsiós mou eínai skéto skatópaido kai ton misoún ta allá paidiá. ― My nephew is a real little brat and the other kids hate him.
Declension
declension of σκατόπαιδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκατόπαιδο • | σκατόπαιδα • |
genitive | σκατόπαιδου • | σκατόπαιδων • |
accusative | σκατόπαιδο • | σκατόπαιδα • |
vocative | σκατόπαιδο • | σκατόπαιδα • |
Synonyms
- κωλόπαιδο n (kolópaido, “little shit”)
- παλιόπαιδο n (paliópaido, “brat”)
- τσογλάνι n (tsogláni, “brat, scoundrel”)