σκάβομαι
Greek
Verb
σκάβομαι • (skávomai) passive (simple past σκάφτηκα, active σκάβω)
- passive form of σκάβω (skávo).
Conjugation
see this verb's full conjugation at: σκάβω (skávo)
单词 | σκάβομαι |
释义 | σκάβομαι |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。