σιδηροσωλήνας
Greek
Etymology
From σίδηρος (sídiros, “iron”) + σωλήνας (solínas, “pipe”).
Noun
σιδηροσωλήνας • (sidirosolínas) m (plural σιδηροσωλήνες)
- iron pipe, iron tube
Declension
declension of σιδηροσωλήνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιδηροσωλήνας • | σιδηροσωλήνες • |
genitive | σιδηροσωλήνα • | σιδηροσωλήνων • |
accusative | σιδηροσωλήνα • | σιδηροσωλήνες • |
vocative | σιδηροσωλήνα • | σιδηροσωλήνες • |