σαντουιτσάκι
Greek
Noun
σαντουιτσάκι • (santouitsáki) n (plural σαντουιτσάκια)
- diminutive of σάντουιτς (sántouits)
Declension
declension of σαντουιτσάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαντουιτσάκι • | σαντουιτσάκια • |
genitive | — | — |
accusative | σαντουιτσάκι • | σαντουιτσάκια • |
vocative | σαντουιτσάκι • | σαντουιτσάκια • |