σαμπάνια
Greek
Etymology
Borrowed from French champagne.
Noun
σαμπάνια • (sampánia) f (plural σαμπάνιες)
- champagne
Declension
declension of σαμπάνια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαμπάνια • | σαμπάνιες • |
genitive | σαμπάνιας • | — |
accusative | σαμπάνια • | σαμπάνιες • |
vocative | σαμπάνια • | σαμπάνιες • |
Derived terms
- σαμπανιζέ (sampanizé, “champagne”) (adjective)
See also
- αφρώδης οίνος m (afródis oínos, “sparkling wine”)
- αφρώδες κρασί n (afródes krasí, “sparkling wine”)
Further reading
σαμπάνια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el