ροδάκινον
Pontic Greek
Alternative forms
- ροδάκινο (rodákino), ροδάκιν (rodákin), ροδάκ' (rodák'), δοράκινο (dorákino)
Etymology
From Byzantine Greek ῥοδάκινον (rhodákinon), from Ancient Greek δωράκινον (dōrákinon).
Noun
ροδάκινον (rodákinon) n
- peach (fruit and tree)
References
- Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016), “ροδάκινον”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 791a