προϊστάμενη
See also: προϊσταμένη
Greek
Verb
προϊστάμενη • (proïstámeni)
- feminine for προϊστάμενος (past participle of προΐσταμαι)
单词 | προϊστάμενη |
释义 | προϊστάμενηSee also: προϊσταμένη |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。