προστατευτικός
Greek
Adjective
προστατευτικός • (prostateftikós) m (feminine προστατευτική, neuter προστατευτικό)
- protectionist, protective
- Antonym: αντιπροστατευτικός (antiprostateftikós)
- patronising
Declension
declension of προστατευτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προστατευτικός • | προστατευτική • | προστατευτικό • | προστατευτικοί • | προστατευτικές • | προστατευτικά • |
genitive | προστατευτικού • | προστατευτικής • | προστατευτικού • | προστατευτικών • | προστατευτικών • | προστατευτικών • |
accusative | προστατευτικό • | προστατευτική • | προστατευτικό • | προστατευτικούς • | προστατευτικές • | προστατευτικά • |
vocative | προστατευτικέ • | προστατευτική • | προστατευτικό • | προστατευτικοί • | προστατευτικές • | προστατευτικά • |
Related terms
- see: προστασία f (prostasía, “protection”)