προσαρτώ
Greek
Verb
προσαρτώ • (prosartó) (simple past προσάρτησα, passive προσαρτώμαι)
- annex
- append, affix
Conjugation
προσαρτώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσαρτώ | προσαρτούσα | θα προσαρτώ | να προσαρτώ | |
2s | προσαρτάς | προσαρτούσες | θα προσαρτάς | να προσαρτάς | — |
3s | προσαρτά | προσαρτούσε | θα προσαρτά | να προσαρτά | |
1p | προσαρτούμε | προσαρτούσαμε | θα προσαρτούμε | να προσαρτούμε | |
2p | προσαρτάτε | προσαρτούσατε | θα προσαρτάτε | να προσαρτάτε | προσαρτάτε |
3p | προσαρτούν, προσαρτούνε | προσαρτούσαν, προσαρτούσανε | θα προσαρτούν, θα προσαρτούνε | να προσαρτούν, να προσαρτούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσαρτήσω | προσάρτησα | θα προσαρτήσω | να προσαρτήσω | |
2s | προσαρτήσεις | προσάρτησες | θα προσαρτήσεις | να προσαρτήσεις | — |
3s | προσαρτήσει | προσάρτησε | θα προσαρτήσει | να προσαρτήσει | |
1p | προσαρτήσουμε, προσαρτήσομε | προσαρτήσαμε | θα προσαρτήσουμε, θα προσαρτήσομε | να προσαρτήσουμε, να προσαρτήσομε | |
2p | προσαρτήσετε | προσαρτήσατε | θα προσαρτήσετε | να προσαρτήσετε | προσαρτήστε, προσαρτήσετε |
3p | προσαρτήσουν, προσαρτήσουνε | προσάρτησαν, προσαρτήσανε, προσαρτήσαν | θα προσαρτήσουν, θα προσαρτήσουνε | να προσαρτήσουν, να προσαρτήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προσαρτήσει | είχα προσαρτήσει | θα έχω προσαρτήσει | να έχω προσαρτήσει | |
2s | έχεις προσαρτήσει | είχες προσαρτήσει | θα έχεις προσαρτήσει | να έχεις προσαρτήσει | |
3s | έχει προσαρτήσει | είχε προσαρτήσει | θα έχει προσαρτήσει | να έχει προσαρτήσει | |
1p | έχουμε προσαρτήσει | είχαμε προσαρτήσει | θα έχουμε προσαρτήσει | να έχουμε προσαρτήσει | |
2p | έχετε προσαρτήσει | είχατε προσαρτήσει | θα έχετε προσαρτήσει | να έχετε προσαρτήσει | |
3p | έχουν προσαρτήσει | είχαν προσαρτήσει | θα έχουν προσαρτήσει | να έχουν προσαρτήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προσαρτημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προσαρτημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προσαρτημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προσαρτημένο | ||||
Participle: | προσαρτώντας | Non-finite ‡ | προσαρτήσει | 60 ησ 2AB2/2AB2d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||