προέλευση
Greek
Noun
προέλευση • (proélefsi) f (plural προελεύσεις)
- origin
- Η ελληνική γλώσσα εμπλουτίζεται με πολλές λέξεις γαλλικής προέλευσης.
- I ellinikí glóssa emploutízetai me pollés léxeis gallikís proélefsis.
- The Greek language is enriched by many words of French origin.
Declension
declension of προέλευση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | προέλευση • | προελεύσεις • | |
genitive | προέλευσης • | προελεύσεων • | |
accusative | προέλευση • | προελεύσεις • | |
vocative | προέλευση • | προελεύσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: προελεύσεως • |
Further reading
- προέλευση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el