请输入您要查询的单词:
单词
πουλερικών
释义
πουλερικών
Greek
Noun
πουλερικών
•
(
poulerikón
)
n
Genitive
plural
form of
πουλερικό
(
poulerikó
)
.
随便看
σκαντάλων
σκαντζόχοιρος
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκαπτός
σκαρί
σκαραβαίος
Σκαρλάτος
σκαρλάτος
σκαρμέ
σκαρμοί
σκαρμού
σκαρμούς
σκαρμό
σκαρμός
σκαρμών
σκαρφαλώνω
σκασμέ
σκασμένα
σκασμένε
σκασμένες
σκασμένη
σκασμένης
σκασμένο
σκασμένοι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/11 2:24:02