ποσοτικός
Greek
Etymology
From ποσότης (posótis) + -ικός (-ikós). Calque of French quantitatif.
Adjective
ποσοτικός • (posotikós) m (feminine ποσοτική, neuter ποσοτικό)
- quantitative
- Antonym: ποιοτικός (poiotikós)
Declension
declension of ποσοτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποσοτικός | ποσοτική | ποσοτικό | ποσοτικοί | ποσοτικές | ποσοτικά |
genitive | ποσοτικού | ποσοτικής | ποσοτικού | ποσοτικών | ποσοτικών | ποσοτικών |
accusative | ποσοτικό | ποσοτική | ποσοτικό | ποσοτικούς | ποσοτικές | ποσοτικά |
vocative | ποσοτικέ | ποσοτική | ποσοτικό | ποσοτικοί | ποσοτικές | ποσοτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ποσοτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ποσοτικός (o pio posotikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποσοτικότερος | ποσοτικότερη | ποσοτικότερο | ποσοτικότεροι | ποσοτικότερες | ποσοτικότερα |
genitive | ποσοτικότερου | ποσοτικότερης | ποσοτικότερου | ποσοτικότερων | ποσοτικότερων | ποσοτικότερων |
accusative | ποσοτικότερο | ποσοτικότερη | ποσοτικότερο | ποσοτικότερους | ποσοτικότερες | ποσοτικότερα |
vocative | ποσοτικότερε | ποσοτικότερη | ποσοτικότερο | ποσοτικότεροι | ποσοτικότερες | ποσοτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποσοτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποσοτικότατος | ποσοτικότατη | ποσοτικότατο | ποσοτικότατοι | ποσοτικότατες | ποσοτικότατα |
genitive | ποσοτικότατου | ποσοτικότατης | ποσοτικότατου | ποσοτικότατων | ποσοτικότατων | ποσοτικότατων |
accusative | ποσοτικότατο | ποσοτικότατη | ποσοτικότατο | ποσοτικότατους | ποσοτικότατες | ποσοτικότατα |
vocative | ποσοτικότατε | ποσοτικότατη | ποσοτικότατο | ποσοτικότατοι | ποσοτικότατες | ποσοτικότατα |
Related terms
- ποσότητα (posótita)
Further reading
- ποσοτικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.