πολυέλαιος
Greek
Etymology
πολύς (polýs) + έλαιος (élaios)
Noun
πολυέλαιος • (polyélaios) m (plural πολυέλαιοι)
- chandelier
Declension
declension of πολυέλαιος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυέλαιος • | πολυέλαιοι • |
genitive | πολυέλαιου • πολυελαίου • | πολυέλαιων • πολυελαίων • |
accusative | πολυέλαιο • | πολυέλαιους • πολυελαίους • |
vocative | πολυέλαιε • | πολυέλαιοι • |
Synonyms
- πολύφωτο n (polýfoto, “small chandelier”)