πολιορκητικοί κριοί
Greek
Noun
πολιορκητικοί κριοί • (poliorkitikoí krioí) f
- Plural form of πολιορκητικός κριός (poliorkitikós kriós).
单词 | πολιορκητικοί κριοί |
释义 | πολιορκητικοί κριοί |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。