ποικιλότατος
See also: ποικιλώτατος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /piciˈlotatos/
- Hyphenation: ποι‧κι‧λό‧τα‧τος
Adjective
ποικιλότατος • (poikilótatos)
- Nominative singular masculine, absolute superlative form of ποικίλος (poikílos).
Declension
declension of ποικιλότατος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποικιλότατος | ποικιλότατη | ποικιλότατο | ποικιλότατοι | ποικιλότατες | ποικιλότατα |
genitive | ποικιλότατου | ποικιλότατης | ποικιλότατου | ποικιλότατων | ποικιλότατων | ποικιλότατων |
accusative | ποικιλότατο | ποικιλότατη | ποικιλότατο | ποικιλότατους | ποικιλότατες | ποικιλότατα |
vocative | ποικιλότατε | ποικιλότατη | ποικιλότατο | ποικιλότατοι | ποικιλότατες | ποικιλότατα |