ποδηλατοδρόμιο
Greek
Noun
ποδηλατοδρόμιο • (podilatodrómio) n (plural ποδηλατοδρόμια)
- (sports) velodrome
Declension
declension of ποδηλατοδρόμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποδηλατοδρόμιο • | ποδηλατοδρόμια • |
genitive | ποδηλατοδρομίου • | ποδηλατοδρομίων • |
accusative | ποδηλατοδρόμιο • | ποδηλατοδρόμια • |
vocative | ποδηλατοδρόμιο • | ποδηλατοδρόμια • |
Related terms
- ποδηλατοδρομία f (podilatodromía, “cycle race”)
- and see: ποδήλατο m (podílato, “bicycle, cycle”)