πλευρονήκτης
Greek
Etymology
πλευρό (plevró, “chest wall, side”) + νήκτης (níktis, “swimmer”)
Noun
πλευρονήκτης • (plevroníktis) m (plural πλευρονήκτες)
- flatfish, (plaice, flounder, etc)
Declension
declension of πλευρονήκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλευρονήκτης • | πλευρονήκτες • |
genitive | πλευρονήκτη • | πλευρονηκτών • |
accusative | πλευρονήκτη • | πλευρονήκτες • |
vocative | πλευρονήκτη • | πλευρονήκτες • |
Descendants
- Pleuronectes
- Pleuronectidae
- Pleuronectiformes