πικρομάρουλο
Greek
Noun
πικρομάρουλο • (pikromároulo) n (plural πικρομάρουλα)
- chicory
Declension
declension of πικρομάρουλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πικρομάρουλο • | πικρομάρουλα • |
genitive | πικρομάρουλου • | πικρομάρουλων • |
accusative | πικρομάρουλο • | πικρομάρουλα • |
vocative | πικρομάρουλο • | πικρομάρουλα • |
Coordinate terms
- see: σικορέ n (sikoré, “chicory”)