πετόσφαιρα
Greek
Noun
πετόσφαιρα • (petósfaira) f (plural πετόσφαιρες)
- (sports) ball used in volleyball
- Alternative form of πετοσφαίριση (petosfaírisi)
Declension
declension of πετόσφαιρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πετόσφαιρα • | πετόσφαιρες • |
genitive | πετόσφαιρας • | πετοσφαιρών • |
accusative | πετόσφαιρα • | πετόσφαιρες • |
vocative | πετόσφαιρα • | πετόσφαιρες • |
Further reading
Πετοσφαίριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el