πειρατεία
Greek
Noun
πειρατεία • (peirateía) f (plural πειρατείες)
- piracy (robbery at sea)
- (figuratively) piracy (copying of copyright materials)
- Kάνει πειρατεία με κασέτες. (Make piracy tapes)
Declension
declension of πειρατεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πειρατεία • | πειρατείες • |
genitive | πειρατείας • | πειρατειών • |
accusative | πειρατεία • | πειρατείες • |
vocative | πειρατεία • | πειρατείες • |
Related terms
- αεροπειρατεία f (aeropeirateía, “highjacking”)
- πειρατής m (peiratís, “pirate”)