πειραματίστηκα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pi.ɾa.maˈti.sti.ka/
- Hyphenation: πει‧ρα‧μα‧τί‧στη‧κα
Verb
πειραματίστηκα • (peiramatístika)
- 1st person singular simple past form of πειραματίζομαι (peiramatízomai).
单词 | πειραματίστηκα |
释义 | πειραματίστηκα |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。