παραμερίζομαι
Greek
Verb
παραμερίζομαι • (paramerízomai) passive (simple past παραμερίστηκα, active παραμερίζω)
- passive form of παραμερίζω (paramerízo).
Conjugation
see this verb's full conjugation at: παραμερίζω (paramerízo)