请输入您要查询的单词:
单词
παρακάλεσα
释义
παρακάλεσα
Greek
Verb
παρακάλεσα
•
(
parakálesa
)
1st person singular simple past form of
παρακαλώ
(
parakaló
)
.
随便看
κατωιταλιώτικα
κατωφλιού
κατωφλιών
κατόπιν
κατόπισθε
κατόπισθεν
κατόπτρου
κατόπτρων
κατόρθωμα
κατώβλεπον
κατώτατος μισθός
κατώφλι
κατώφλια
κατ' ἐξοχήν
κατὰ
κατὰ στοιχεῖον
κατ᾽
κατ᾿
κατῳκίζετο
κατῴκιζε
κατῶβλεψ
κατ’
καυγά
καυγάδες
καυγάδων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 15:18:27