παράγκα
Greek
Etymology
From Italian baracca
Noun
παράγκα • (parágka) f (plural παράγκες)
- shack, shanty
Declension
declension of παράγκα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράγκα • | παράγκες • |
genitive | παράγκας • | παραγκών • |
accusative | παράγκα • | παράγκες • |
vocative | παράγκα • | παράγκες • |
Synonyms
- καλύβα f (kalýva)
Derived terms
- παραγκούπολη f (paragkoúpoli, “shanty town”)