请输入您要查询的单词:

 

单词 ορθώνω
释义

ορθώνω

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /oɾˈθo.no/
  • Hyphenation: ορ‧θώ‧νω

Verb

ορθώνω (orthóno) (past όρθωσα, passive ορθώνομαι, ppast ορθώθηκα, ppp ορθωμένος)

  1. lift, erect
  2. raise

Conjugation

  • ακατόρθωτος (akatórthotos, impossible, adjective)
  • ανορθώνω (anorthóno, to raise, to stand up, verb)
  • διορθώνω (diorthóno, to correct, verb)
  • επανορθώνω (epanorthóno, to correct, to rectify, verb)
  • επιδιόρθωση (epidiórthosi, repair, noun)
  • κατόρθωμα (katórthoma, achievement, noun)
  • κατορθώνω (katorthóno, to achieve, verb)
  • and see: ορθός (orthós, upright, straight, correct, adjective)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 5:22:01