ορθωμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of ορθώνομαι (orthónomai), passive voice of ορθώνω (“lift”).
Pronunciation
- IPA(key): /oɾ.θoˈme.nos/
- Hyphenation: ορ‧θω‧μέ‧νος
Participle
ορθωμένος • (orthoménos) m (feminine ορθωμένη, neuter ορθωμένο)
- who is raised, erect, lifted
- Η γάτα όρμησε με ορθωμένες τις τρίχες της.
- I gáta órmise me orthoménes tis tríches tis.
- The cat sprang with its hair erect.
Declension
declension of ορθωμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ορθωμένος • | ορθωμένη • | ορθωμένο • | ορθωμένοι • | ορθωμένες • | ορθωμένα • |
genitive | ορθωμένου • | ορθωμένης • | ορθωμένου • | ορθωμένων • | ορθωμένων • | ορθωμένων • |
accusative | ορθωμένο • | ορθωμένη • | ορθωμένο • | ορθωμένους • | ορθωμένες • | ορθωμένα • |
vocative | ορθωμένε • | ορθωμένη • | ορθωμένο • | ορθωμένοι • | ορθωμένες • | ορθωμένα • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ορθωμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ορθωμένος (o pio orthoménos), etc.) |
Synonyms
- όρθιος (órthios, “standing”)
- ορθός (orthós, “upright; correct”)
- σηκωμένος (sikoménos, “lifted”, participle)