οικοδομικό τετράγωνο
Greek
Noun
οικοδομικό τετράγωνο • (oikodomikó tetrágono) n (plural οικοδομικά τετράγωνα)
- (architecture) block, city block
Synonyms
- τετράγωνο n (tetrágono)
单词 | οικοδομικό τετράγωνο |
释义 | οικοδομικό τετράγωνο |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。