ογκομέτρηση
Greek
Etymology
From όγκος (ógkos, “volume”) + μέτρηση (métrisi, “measurement”), from μετράω (metráo, “I measure”), a form of ογκομετρία (ogkometría, “measuring bulk; titration”), calque of French volumétrie. See the ancient ὄγκος (ónkos) and μέτρον (métron) for further etymology.
Pronunciation
- IPA(key): /oŋ.ɡoˈme.tɾi.si/
- Hyphenation: ο‧γκο‧μέ‧τρη‧ση
Noun
ογκομέτρηση • (ogkométrisi) f (plural ογκομετρήσεις)
- (chemistry) titration
- ογκομέτρηση εξουδετέρωσης ― ogkométrisi exoudetérosis ― acid-base titration
- οξειδοαναγωγική ογκομέτρηση ― oxeidoanagogikí ogkométrisi ― redox titration
- συμπλοκομετρική ογκομέτρηση ― symplokometrikí ogkométrisi ― complexometric titration
- Synonym: ογκομετρική ανάλυση (ogkometrikí análysi)
Declension
declension of ογκομέτρηση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ογκομέτρηση • | ογκομετρήσεις • | |
genitive | ογκομέτρησης • | ογκομετρήσεων • | |
accusative | ογκομέτρηση • | ογκομετρήσεις • | |
vocative | ογκομέτρηση • | ογκομετρήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: ογκομετρήσεως • |
Hyponyms
- αλκαλιμετρία f (alkalimetría, “alkalimetry”)
- αργυρομετρία f (argyrometría, “argentometry”)
- ιωδoµετρία f (iodoµetría, “iodometry”)
- οξυμετρία f (oxymetría, “acidimetry”)
- υπερμαγγανομετρία f (ypermanganometría, “permanganometry”)
Derived terms
- ογκομετρητής m (ogkometritís)
- ογκομετρώ (ogkometró, “perform a titration”)
- οπισθογκομέτρηση f (opisthogkométrisi, “back titration”)