请输入您要查询的单词:
单词
ντεφιού
释义
ντεφιού
Greek
Noun
ντεφιού
•
(
defioú
)
n
Genitive
singular
form of
ντέφι
(
défi
)
.
随便看
βεκος
βελέεσσι
βελέεσσιν
Βελέστινον
βελέων
βελανίδι
βελανίδια
βελανιδιά
βελανιδιάς
βελανιδιές
βελανιδιού
βελανιδιών
Βελγίδα
Βελγίδας
Βελγίδες
Βελγίδων
Βελγίου
βελγικά
βελγικέ
βελγικές
βελγική
βελγικής
βελγικοί
βελγικού
βελγικούς
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 16:02:35